ζερβοκουτάλα

ζερβοκουτάλα
η και ζερβοκουτάλας, ο
(συν. ειρωνικά) αυτός που χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι με ευκολία μεγαλύτερη απ' ό,τι το δεξί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζερβοκουτάλας — ο βλ. ζερβοκουτάλα …   Dictionary of Greek

  • ζερβοκούταλος — ζερβοκούταλος, ο και ζερβοκουτάλα, η κοροϊδευτική ονομασία του ζερβοχέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”